Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

θύρην ἐπέρυσσε κορώνῃ

См. также в других словарях:

  • επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»